οργοτόμος

οργοτόμος
ο тот, кто определяет границу пашни, вспашки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οργοτόμος" в других словарях:

  • οργοτόμος — ο 1. αυτός που χαράσσει οργό 2. αυτός που διευθύνει αγροτικές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οργός + τόμος (< τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»